- υψοδείκτης
- ο см. υψόμετρο[ν] 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υψοδείκτης — ο, Ν (τοπογρ.) σημείο στο οποίο αναγράφεται το πάνω από τη μέση στάθμη τής θάλασσας απόλυτο υψόμετρό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύψος + δείκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek